μπονόρα

μπονόρα
(λ. ιταλ.), επίρρ. χρον., νωρίς το πρωί: Ξύπνησα μπονόρα μπονόρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπονόρα — και μπονώρα και μπονώρας και αμπονώρας επίρρ. πολύ πρωί, πολύ νωρίς το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a buon οra] …   Dictionary of Greek

  • μπονώρα — επίρρ. βλ. μπονόρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”